- μαντατούρης
- -α, -ικο (Μ μαντατούρης, ὁ)αυτός που κατηγορεί, που συκοφαντείνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η μαντατούραο σπόρος διαφόρων φυτών που περιβάλλεται από ακτινωτό χνούδι και φέρεται από τον άνεμο προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλ. κλέφτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandatore < λατ. mandator «ο παραγγέλλων» < mando].
Dictionary of Greek. 2013.